κοκορεύομαι

κοκορεύομαι
κοκορεύτηκα, κάνω τον κόκορα, φέρομαι προκλητικά, επιδείχνομαι: Μας κοκορεύεται πως κάποιος είναι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοκορεύομαι — κοκορεύομαι, κοκορεύτηκα βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοκορεύομαι — [κόκορας] φέρομαι προκλητικά, αλαζονικά, κάνω τον κόκορα, τον παλικαρά, επιδεικνύομαι ανόητα …   Dictionary of Greek

  • αναπεταρίζω — 1. προσπαθώ να πετάξω ανοιγοκλείνοντας τις φτερούγες, φτερουγίζω 2. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις, «πετάω» 3. (για την καρδιά) χτυπάω γρήγορα 4. (για πρόσωπα) ναρκισσεύομαι, κοκορεύομαι, κάνω νάζια …   Dictionary of Greek

  • κοκέτης — ο, θηλ. κοκέτα 1. φιλάρεσκος 2. αυτός που ερωτοτροπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coquet, coquette (< ρ. coqueter «κοκορεύομαι»)] …   Dictionary of Greek

  • κοκεταρία — η 1. το γνώρισμα τού κοκέτη ή τής κοκέτας, φιλαρέσκεια, επιδεικτικός καλλωπισμός 2. ροπή προς τον έρωτα, ερωτοτροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coquetterie < ρ. coqueter «κοκορεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κοκκορεύομαι — βλ. κοκορεύομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”